·

including (EN)
πρόθεση

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
include (ρήμα)

πρόθεση “including”

including
  1. συμπεριλαμβανομένου
    We offer a variety of fruit juices, including apple, orange, and grape.