·

commons (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
common (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “commons”

commons, μόνο ενικός αριθμός
  1. κοινός χώρος (σε κολέγιο ή πανεπιστήμιο)
    The commons was bustling with students grabbing their lunch before afternoon classes.
  2. κεντρική πλατεία (σε πόλη για κοινή χρήση)
    Every summer, the local theater group performs Shakespeare plays in the town's commons, drawing crowds from all over the region.
  3. κοινά αγαθά
    In the digital age, the internet has become a global commons, where information is freely shared among people from all corners of the world.

ουσιαστικό “commons”

commons, μόνο πληθυντικός
  1. οι κοινοί άνθρωποι (οι μη ευγενείς ή κληρικοί)
    The commons often gather in the village square to discuss community matters.