·

home office (EN)
φράση

φράση “home office”

  1. γραφείο στο σπίτι (ένα δωμάτιο ή χώρος στο σπίτι ενός ατόμου που χρησιμοποιείται ως γραφείο για εργασία από το σπίτι)
    She converted the spare bedroom into a home office where she could focus on her projects.
  2. κεντρικό γραφείο (το κύριο γραφείο ή τα κεντρικά γραφεία μιας εταιρείας ή οργανισμού)
    The international team coordinated all their plans through the home office located in London.