ουσιαστικό “holder”
ενικός holder, πληθυντικός holders
- θήκη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She placed her keys in the holder by the door.
- κάτοχος
The account holder must sign the document.