επίθετο “historical”
βασική μορφή historical (more/most)
- ιστορικός (που σχετίζεται με την ιστορία ή τα γεγονότα του παρελθόντος)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She is studying historical records of ancient Egypt to understand how people lived back then.
- ιστορικός (βασισμένος σε πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα από το παρελθόν)
The film is a historical drama about a famous queen who changed her country.