·

hiking (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
hike (ρήμα)

ουσιαστικό “hiking”

ενικός hiking, μη μετρήσιμο
  1. πεζοπορία
    My hobbies are mainly hiking and camping.