Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
επίθετο “headed”
βασική μορφή headed, μη βαθμ.
- με επικεφαλίδα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Please grab a sheet of the company-headed paper for the official letter.
- με κεφάλι ή εγκέφαλο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (π.χ. μεγάλοκέφαλος)
The sculpture depicted a long-headed alien with an unusually elongated skull.
- με μαλλιά συγκεκριμένου χρώματος (π.χ. ξανθόκεφαλος)
She admired her friend's red-headed child, whose hair glowed like autumn leaves.
- κατευθυνόμενος
The northward-headed geese signaled the change of seasons as they flew overhead.