·

have to (EN)
ρήμα

ρήμα “have to”

απαρέμφατο have to; αυτός has to; αόριστος had to; μετοχή αορ. had to; μετοχή ενεστ. having to
  1. πρέπει
    I have to finish my homework before I can go out to play.
  2. πρέπει (συνεπάγεται ως τη μόνη λογική ή δυνατή συμπέρασμα)
    She has to be the teacher because she's holding all the textbooks.