ρήμα “have to”
απαρέμφατο have to; αυτός has to; αόριστος had to; μετοχή αορ. had to; μετοχή ενεστ. having to
- πρέπει
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I have to finish my homework before I can go out to play.
- πρέπει (συνεπάγεται ως τη μόνη λογική ή δυνατή συμπέρασμα)
She has to be the teacher because she's holding all the textbooks.