ρήμα “handle”
απαρέμφατο handle; αυτός handles; αόριστος handled; μετοχή αορ. handled; μετοχή ενεστ. handling
- διαχειρίζομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She knew how to handle difficult situations with a smile.
- αντέχω
She couldn't handle the stress of her new job.
- αγγίζω
The museum guide asked us not to handle the ancient artifacts.
- χειρίζομαι
She learned how to handle the car with confidence.
- λειτουργώ (όταν χρησιμοποιείται)
This bike handles smoothly on rough roads.
- εμπορεύομαι
The shop was shut down for handling counterfeit products.
ουσιαστικό “handle”
ενικός handle, πληθυντικός handles
- πόμολο
He grabbed the handle and pulled the drawer open.
- λαβή
She grabbed the handle of the suitcase and lifted it into the car.
- ψευδώνυμο (σε κοινωνικά δίκτυα ή διαδικτυακά φόρουμ)
My Instagram handle is @jakubmarian.