ουσιαστικό “grammar”
ενικός grammar, πληθυντικός grammars ή μη μετρήσιμο
- γραμματική
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Learning the grammar of a new language can be challenging, but it's essential for clear communication.
- γραμματική επάρκεια
Despite being a native speaker, her grammar often confuses her listeners.
- γραμματικός οδηγός
I bought a new grammar to improve my Spanish before traveling to Madrid.
- γραμματική (στο πλαίσιο της πληροφορικής)
The parser uses a context-free grammar to analyze the structure of programming code.