ουσιαστικό “ghee”
ενικός ghee, μη μετρήσιμο
- γκι (είδος βουτύρου που έχει λιώσει και καθαριστεί για να αφαιρεθούν τυχόν στερεά)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She cooked the vegetables in ghee, giving them a rich and nutty flavor.