·

ghee (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “ghee”

ενικός ghee, μη μετρήσιμο
  1. γκι (είδος βουτύρου που έχει λιώσει και καθαριστεί για να αφαιρεθούν τυχόν στερεά)
    She cooked the vegetables in ghee, giving them a rich and nutty flavor.