επίθετο “industrious”
βασική μορφή industrious (more/most)
- εργατικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
As an industrious farmer, he rose early every day to tend to his crops.