·

funds (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “funds”

funds, μόνο πληθυντικός
  1. κεφάλαια (χρήματα διαθέσιμα σε ένα άτομο, εταιρεία ή οργανισμό)
    We need more funds to continue our research.