ουσιαστικό “fixing”
ενικός fixing, πληθυντικός fixings ή μη μετρήσιμο
- συνοδευτικά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
For Thanksgiving, we had turkey and all the fixings.
- συνδετικά (στην κατασκευή)
He bought some fixings to hang the picture on the wall.