·

fixing (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “fixing”

ενικός fixing, πληθυντικός fixings ή μη μετρήσιμο
  1. συνοδευτικά
    For Thanksgiving, we had turkey and all the fixings.
  2. συνδετικά (στην κατασκευή)
    He bought some fixings to hang the picture on the wall.