επίθετο “fishy”
βασική μορφή fishy (more/most)
- ύποπτος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
His explanation for missing the meeting sounded fishy to everyone.
- ψαρίσιος
The kitchen had a fishy smell after we cooked salmon for dinner.
ουσιαστικό “fishy”
ενικός fishy, πληθυντικός fishies
- ψαράκι (χαριτωμένο ή μικρό)
Tommy drew a picture of a little fishy swimming happily in the pond.