·

fabric (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “fabric”

ενικός fabric, πληθυντικός fabrics ή μη μετρήσιμο
  1. ύφασμα
    She chose a soft, floral fabric for her summer dress.
  2. κτιριακός ιστός (ή κτιριακή υφή)
    The fire severely damaged the historic fabric of the old town hall.
  3. δομική υπόσταση (ή ουσιαστική δομή)
    Trust is an essential part of the fabric of a healthy relationship.