ουσιαστικό “fabric”
ενικός fabric, πληθυντικός fabrics ή μη μετρήσιμο
- ύφασμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She chose a soft, floral fabric for her summer dress.
- κτιριακός ιστός (ή κτιριακή υφή)
The fire severely damaged the historic fabric of the old town hall.
- δομική υπόσταση (ή ουσιαστική δομή)
Trust is an essential part of the fabric of a healthy relationship.