επίθετο “exhausted”
βασική μορφή exhausted (more/most)
- εξαντλημένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After working twelve hours straight, he was so exhausted that he fell asleep on the sofa.