ουσιαστικό “estimate”
ενικός estimate, πληθυντικός estimates
- εκτίμηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The mechanic gave me an estimate for the cost of the car repairs.
- προσφορά (οικονομική)
The builder provided an estimate for the kitchen renovation.
ρήμα “estimate”
απαρέμφατο estimate; αυτός estimates; αόριστος estimated; μετοχή αορ. estimated; μετοχή ενεστ. estimating
- εκτιμώ
The engineers estimated that the repairs would take two weeks.