·

estimate (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “estimate”

ενικός estimate, πληθυντικός estimates
  1. εκτίμηση
    The mechanic gave me an estimate for the cost of the car repairs.
  2. προσφορά (οικονομική)
    The builder provided an estimate for the kitchen renovation.

ρήμα “estimate”

απαρέμφατο estimate; αυτός estimates; αόριστος estimated; μετοχή αορ. estimated; μετοχή ενεστ. estimating
  1. εκτιμώ
    The engineers estimated that the repairs would take two weeks.