·

enter (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “enter”

απαρέμφατο enter; αυτός enters; αόριστος entered; μετοχή αορ. entered; μετοχή ενεστ. entering
  1. εισέρχομαι
    You should knock before you enter, unless you want to see me naked.
  2. εισάγω
    The surgeon had to enter a catheter into the patient's artery.
  3. αρχίζω (για κατάσταση, κατάσταση ή επάγγελμα)
    After years of study, she is excited to finally enter the field of medicine.
  4. πληκτρολογώ (σε υπολογιστή)
    Please enter your details into the form so we can process your application.
  5. καταχωρώ
    The accountant will enter all transactions into the financial system by the end of the week.
  6. συμφωνώ (σε συμβόλαιο, συνθήκη ή συμφωνία)
    The two countries will enter into a bilateral trade agreement by the end of the month.
  7. τίθεμαι σε ισχύ (για νόμους ή κανονισμούς)
    The new tax regulations will enter into effect starting next fiscal year.

ουσιαστικό “enter”

ενικός enter, πληθυντικός enters
  1. πλήκτρο εισαγωγής
    Press the Enter key to confirm your selection.