ουσιαστικό “email”
ενικός email, e-mail, πληθυντικός emails, e-mails ή μη μετρήσιμο
- ηλεκτρονικό μήνυμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She sent me an email about the weekend trip.
- ηλεκτρονική αλληλογραφία
Going through my email takes an hour every day.
- ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (ένα σύστημα για την αποστολή μηνυμάτων από έναν υπολογιστή ή συσκευή σε άλλον)
Can you send it via email, please?
- διεύθυνση email
I asked for his email so that I can forward the files.
ρήμα “email”
απαρέμφατο email, e-mail; αυτός emails, e-mails; αόριστος emailed, e-mailed; μετοχή αορ. emailed, e-mailed; μετοχή ενεστ. emailing, e-mailing
- στέλνω email (ηλεκτρονικό μήνυμα)
He emailed me the final agenda last night.