·

email (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “email”

ενικός email, e-mail, πληθυντικός emails, e-mails ή μη μετρήσιμο
  1. ηλεκτρονικό μήνυμα
    She sent me an email about the weekend trip.
  2. ηλεκτρονική αλληλογραφία
    Going through my email takes an hour every day.
  3. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (ένα σύστημα για την αποστολή μηνυμάτων από έναν υπολογιστή ή συσκευή σε άλλον)
    Can you send it via email, please?
  4. διεύθυνση email
    I asked for his email so that I can forward the files.

ρήμα “email”

απαρέμφατο email, e-mail; αυτός emails, e-mails; αόριστος emailed, e-mailed; μετοχή αορ. emailed, e-mailed; μετοχή ενεστ. emailing, e-mailing
  1. στέλνω email (ηλεκτρονικό μήνυμα)
    He emailed me the final agenda last night.