ρήμα “earn”
απαρέμφατο earn; αυτός earns; αόριστος earned; μετοχή αορ. earned; μετοχή ενεστ. earning
- κερδίζω (χρήματα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She earns a good salary working as a software engineer.
- κερδίζω (σεβασμό, έπαινο ή ανταμοιβή)
He earned a reputation of a hard-working man.
- αποφέρω
The money in your bank account earns interest over time.
- αποφέρω (σε κάποιον κάτι)
His excellent performance earned the team a victory.