each (EN)
οριστικό, επίρρημα, αντωνυμία

οριστικό “each”

each
  1. κάθε
    Each student received a certificate at the end of the course.

επίρρημα “each”

each
  1. το καθένα (με την έννοια της τιμής ανά μονάδα)
    The cupcakes were sold for two dollars each.
  2. ανά έναν/μία/ένα (με την έννοια της δράσης ή κατάστασης που εφαρμόζεται ξεχωριστά)
    The puppies each had their own unique markings.

αντωνυμία “each”

each
  1. ο καθένας/η καθεμία/το καθένα (ως αντωνυμία για το κάθε άτομο ή πράγμα ξεχωριστά)
    Each was given a book to read over the summer.