ουσιαστικό “document”
ενικός document, πληθυντικός documents
- έγγραφο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He showed his passport, an official document, at the border control.
- αρχείο
She saved the document before shutting down the computer.
ρήμα “document”
απαρέμφατο document; αυτός documents; αόριστος documented; μετοχή αορ. documented; μετοχή ενεστ. documenting
- καταγράφω
The scientist documented her experiments meticulously in her lab notebook.
- τεκμηριώνω
His essay was thoroughly documented with citations from reputable sources.
- πιστοποιώ (με έγγραφα)
They needed to document the sale of the house to complete the transaction.