επίθετο “decorative”
βασική μορφή decorative (more/most)
- διακοσμητικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She placed a decorative vase filled with fresh flowers on the table to brighten up the room.