·

crime (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “crime”

ενικός crime, πληθυντικός crimes ή μη μετρήσιμο
  1. έγκλημα
    Stealing a car is considered a serious crime and can lead to jail time.
  2. κακούργημα (πολύ σοβαρή αμαρτία)
    Stealing from the poor is considered a terrible crime.
  3. εγκληματικότητα
    The city has been struggling with a rise in crime over the past year.
  4. εγκληματική συνήθεια
    Living a life of crime eventually leads to trouble.
  5. αστυνομική ιστορία
    She loves watching crime dramas where detectives solve mysterious cases.
  6. αδικία (μεγάλη απογοήτευση ή σπατάλη)
    It's a crime that you missed the concert last night.