·

cooperative housing, co-op housing (EN)
φράση

φράση “cooperative housing”

  1. συνεταιριστική κατοικία (είδος κατοικίας όπου οι κάτοικοι κατέχουν μερίδια σε έναν συνεταιρισμό που κατέχει και διαχειρίζεται το ακίνητο, επιτρέποντάς τους να μοιράζονται ευθύνες και αποφάσεις)
    After moving to the city, she chose cooperative housing to become part of a supportive community.