ουσιαστικό “contrast”
ενικός contrast, πληθυντικός contrasts ή μη μετρήσιμο
- διαφορά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The contrast between the bustling city life and the calm countryside was striking.
- αντίθεση
This smartphone is quite a contrast compared to the last year's model.
- αντίθεση στα χρώματα
The photographer increased the contrast of the photo.
ρήμα “contrast”
απαρέμφατο contrast; αυτός contrasts; αόριστος contrasted; μετοχή αορ. contrasted; μετοχή ενεστ. contrasting
- αναδεικνύω τη διαφορά
The teacher contrasted democracy with dictatorship to highlight the differences in governance.
- αντιπαραβάλλομαι
The bright flowers contrasted beautifully against the dark green leaves.