·

contrast (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “contrast”

ενικός contrast, πληθυντικός contrasts ή μη μετρήσιμο
  1. διαφορά
    The contrast between the bustling city life and the calm countryside was striking.
  2. αντίθεση
    This smartphone is quite a contrast compared to the last year's model.
  3. αντίθεση στα χρώματα
    The photographer increased the contrast of the photo.

ρήμα “contrast”

απαρέμφατο contrast; αυτός contrasts; αόριστος contrasted; μετοχή αορ. contrasted; μετοχή ενεστ. contrasting
  1. αναδεικνύω τη διαφορά
    The teacher contrasted democracy with dictatorship to highlight the differences in governance.
  2. αντιπαραβάλλομαι
    The bright flowers contrasted beautifully against the dark green leaves.