·

constant (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “constant”

βασική μορφή constant (more/most)
  1. σταθερός
    Her love for her children was constant, never wavering no matter the circumstances.
  2. συνεχής
    His constant requests for snacks made it difficult to get any work done.

ουσιαστικό “constant”

ενικός constant, πληθυντικός constants ή μη μετρήσιμο
  1. σταθερά (με την έννοια του αμετάβλητου πράγματος)
    In her life, the one constant was her grandmother's wise advice.
  2. σταθερά (με την έννοια του αριθμού στα μαθηματικά)
    In the equation E=mc^2, the speed of light, c, is a constant.