·

cleaner (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
clean (επίθετο)

ουσιαστικό “cleaner”

ενικός cleaner, πληθυντικός cleaners ή μη μετρήσιμο
  1. καθαριστής (άτομο που καθαρίζει)
    The cleaner arrives early each morning to tidy the classrooms and empty the bins.
  2. καθαριστικό μηχάνημα
    The robotic cleaner moves around the house, picking up dust and dirt.
  3. καθαριστικό (ουσία)
    You'll need a strong cleaner to get rid of those grease stains in the oven.