ουσιαστικό “bull”
ενικός bull, πληθυντικός bulls
- ταύρος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The farmer kept a strong bull in the field to help with breeding the cows.
- ταύρος (στο χρηματιστήριο)
Many bulls are buying tech stocks, expecting their prices to increase significantly in the coming months.
- κέντρο στόχου
She aimed carefully and hit the bull with her first shot.
- ανοησίες
Don't give me that bull; I know you're just making excuses.
- παπική βούλα
The Pope issued a bull declaring a new feast day for the church.
επίθετο “bull”
βασική μορφή bull, μη βαθμ.
- αρσενικός (για μεγάλα ζώα)
The bull moose stood proudly in the clearing.
- ανοδικός (για το χρηματιστήριο)
We've only seen a bull market during the past 3 months.
ρήμα “bull”
απαρέμφατο bull; αυτός bulls; αόριστος bulled; μετοχή αορ. bulled; μετοχή ενεστ. bulling
- σε οίστρο
The farmer noticed that the heifer was bulling and brought in the bull for mating.
- ζευγαρώνω (για ταύρο)
The bull bulled the heifer in the pasture.