επίθετο “bold”
bold, συγκρ. bolder, υπερθ. boldest
- γενναίος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The bold firefighter rushed into the burning building to save the trapped family.
- έντονος
The title of the document was printed in a bold typeface to stand out.
- απότομος (όταν αναφερόμαστε σε γεωγραφικά χαρακτηριστικά, όπως βουνά ή κλίσεις)
The mountain's bold incline made it a challenge for even the most experienced climbers.