ουσιαστικό “sentiment”
ενικός sentiment, πληθυντικός sentiments ή μη μετρήσιμο
- συναίσθημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The sentiment among the team members was that the project would be a success.
- συναίσθημα (προς κάποιον)
His sentiment toward her was so intense that they bordered on obsession, making his friends worry about his well-being.