ρήμα “bate”
απαρέμφατο bate; αυτός bates; αόριστος bated; μετοχή αορ. bated; μετοχή ενεστ. bating
- κατακρατώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
As the magician reached into his hat, the audience bated their breath in anticipation.
- αφαιρώ
The chef bated the bruised parts from the apple before slicing it for the pie.