·

automated (EN)
επίθετο

επίθετο “automated”

βασική μορφή automated (more/most)
  1. αυτοματοποιημένος (που έγινε αυτόματος· λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση)
    The automated email system sends out daily updates.