επίθετο “automated”
βασική μορφή automated (more/most)
- αυτοματοποιημένος (που έγινε αυτόματος· λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The automated email system sends out daily updates.