ρήμα “automate”
απαρέμφατο automate; αυτός automates; αόριστος automated; μετοχή αορ. automated; μετοχή ενεστ. automating
- αυτοματοποιώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The factory automated its assembly lines to increase production.