ουσιαστικό “audit”
ενικός audit, πληθυντικός audits
- έλεγχος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company undergoes an annual audit to ensure compliance with financial regulations.
- αξιολόγηση (συστηματική)
The safety audit highlighted several areas for improvement in the factory.
ρήμα “audit”
απαρέμφατο audit; αυτός audits; αόριστος audited; μετοχή αορ. audited; μετοχή ενεστ. auditing
- ελέγχω
The government agency audited the company to ensure compliance with tax regulations.
- αξιολογώ (λεπτομερώς)
They audited the safety procedures to ensure compliance with regulations.
- παρακολουθώ (χωρίς πιστωτικές μονάδες)
She decided to audit the physics course to broaden her knowledge.