·

as if (EN)
σύνδεσμος, επίφωνο

σύνδεσμος “as if”

as if
  1. σαν να
    She looked at me as if she had never seen me before.

επίφωνο “as if”

as if
  1. μια φράση που εκφράζει σκεπτικισμό για το αν κάτι είναι δυνατό
    "He says he's going to beat the world record." "As if!"