·

amount (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “amount”

ενικός amount, πληθυντικός amounts ή μη μετρήσιμο
  1. ποσότητα
    She used a small amount of sugar in the recipe.
  2. ποσό
    He needed a large amount to pay off his debts.

ρήμα “amount”

απαρέμφατο amount; αυτός amounts; αόριστος amounted; μετοχή αορ. amounted; μετοχή ενεστ. amounting
  1. ανέρχομαι
    The bills amount to $200.
  2. ισοδυναμώ
    His silence amounts to an admission of guilt.
  3. σημαίνω (για κάτι σημαντικό)
    Despite his talent, he never amounted to much.