ουσιαστικό “amount”
ενικός amount, πληθυντικός amounts ή μη μετρήσιμο
- ποσότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used a small amount of sugar in the recipe.
- ποσό
He needed a large amount to pay off his debts.
ρήμα “amount”
απαρέμφατο amount; αυτός amounts; αόριστος amounted; μετοχή αορ. amounted; μετοχή ενεστ. amounting
- ανέρχομαι
The bills amount to $200.
- ισοδυναμώ
His silence amounts to an admission of guilt.
- σημαίνω (για κάτι σημαντικό)
Despite his talent, he never amounted to much.