·

am (EN)
επίρρημα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
be (βοηθητικό ρήμα, ρήμα)

επίρρημα “am”

am (more/most)
  1. π.μ. (προ μεσημβρίας)
    I set my alarm for 6 am to go for a morning run.