ουσιαστικό “almond”
ενικός almond, πληθυντικός almonds ή μη μετρήσιμο
- αμύγδαλο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She sprinkled chopped almonds on top of the salad for extra crunch.
- αμυγδαλιά
The almond in our backyard blooms with beautiful white flowers every spring.