ουσιαστικό “income”
ενικός income, πληθυντικός incomes ή μη μετρήσιμο
- εισόδημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
His entire income goes toward paying his rent and bills.