ρήμα “adopt”
απαρέμφατο adopt; αυτός adopts; αόριστος adopted; μετοχή αορ. adopted; μετοχή ενεστ. adopting
- υιοθετώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After years of trying to conceive, the Johnsons decided to adopt a newborn boy from a local orphanage.
- υιοθετώ (από καταφύγιο)
They adopted a stray cat from the alley near their house.
- υιοθετώ (στηρίζοντας οικονομικά σε ζωολογικό κήπο)
For her birthday, Mia adopted a panda through a wildlife conservation program, excited to receive updates about its well-being.
- υιοθετώ
After much consideration, the company adopted a new technology to improve its production efficiency.
- εγκρίνω
The board adopted a new policy to improve workplace safety.