ουσιαστικό “acquisition”
ενικός acquisition, πληθυντικός acquisitions ή μη μετρήσιμο
- απόκτημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her latest acquisition was a vintage car she'd been eyeing for years.
- απόκτηση
The acquisition of knowledge requires consistent effort over time.
- εξαγορά (εταιρείας)
The acquisition of the smaller firm allowed the corporation to expand its product line.