επίθετο “accomplishable”
βασική μορφή accomplishable (more/most)
- επιτεύξιμος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Finishing the project in two weeks is accomplishable if we all work together.