·

American (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “American”

ενικός American, πληθυντικός Americans
  1. Αμερικανός
    Every American has the right to vote in federal elections.
  2. Αμερικανός (από οποιαδήποτε χώρα της Βόρειας ή Νότιας Αμερικής)
    Both Canadians and Brazilians are Americans, as they live in the Americas.
  3. Αμερικανικός τρόπος ομιλίας
    When she moved to the UK, her friends teased her about how she spoke American, not English.

επίθετο “American”

βασική μορφή American, μη βαθμ.
  1. Αμερικανικός
    She loves eating American food, especially hamburgers and fries.
  2. Αμερικανικός (σχετικός με οποιοδήποτε μέρος της Βόρειας ή Νότιας Αμερικής)
    She loves listening to American jazz from the heart of New Orleans.
  3. Αμερικανικός (στα χρηματοοικονομικά)
    She purchased an American option, allowing her to buy the stock at a set price any time before it expires.