Γλώσσα
English
|
español
français
|
Deutsch
русский
|
中文
português
|
العربية
italiano
|
日本語
Türkçe
|
B. Indonesia
Nederlands
|
polski
svenska
|
한국어
हिन्दी
|
українська
čeština
|
română
...περισσότερα
Αρχική σελίδα
Λεξικό
Φόρουμ
Οδηγός
Εφαρμογή
Λεξιλόγιο
Ανάγνωση
Λεξικό
Φόρουμ
Επικοινωνία
Σύνδεση
Εγγραφείτε
Σχετικά με εμάς
menu
Σύνδεση
·
Εγγραφείτε
100
(EN)
αριθμητικό (όνομα)
αριθμητικό (όνομα) “100”
100
,
hundred
εκατό
Εγγραφείτε
για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She saved up
100
dollars to buy a new bicycle.
enterprise
sometimes
govern
replace