·

zero (EN)
αριθμητικό (όνομα), ουσιαστικό, οριστικό, επίθετο, ρήμα

αριθμητικό (όνομα) “zero”

zero
  1. μηδέν
    The countdown began: three, two, one, zero!

ουσιαστικό “zero”

ενικός zero, πληθυντικός zeros, zeroes ή μη μετρήσιμο
  1. μηδέν
    In the binary system, all data is represented by zeros and ones.
  2. μηδενικό
    The equation has two zeros.
  3. μηδενικό (άτομο χωρίς σημασία)
    They treated him like a zero at the meeting.
  4. (χρηματοοικονομικά) ένα ομόλογο που δεν πληρώνει περιοδικό τόκο
    She invested in zeros to save for retirement.

οριστικό “zero”

zero
  1. μηδέν
    She has zero interest in watching horror movies.

επίθετο “zero”

βασική μορφή zero, μη βαθμ.
  1. μηδενικός
    The spacecraft experienced zero gravity during orbit.

ρήμα “zero”

απαρέμφατο zero; αυτός zeros, zeroes; αόριστος zeroed; μετοχή αορ. zeroed; μετοχή ενεστ. zeroing
  1. μηδενίζω
    Zero the scale before you weigh the ingredients.
  2. εξαλείφω
    The virus scan zeroed all threats on the computer.