αριθμητικό (όνομα) “zero”
- μηδέν
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The countdown began: three, two, one, zero!
ουσιαστικό “zero”
ενικός zero, πληθυντικός zeros, zeroes ή μη μετρήσιμο
- μηδέν
In the binary system, all data is represented by zeros and ones.
- μηδενικό
The equation has two zeros.
- μηδενικό (άτομο χωρίς σημασία)
They treated him like a zero at the meeting.
- (χρηματοοικονομικά) ένα ομόλογο που δεν πληρώνει περιοδικό τόκο
She invested in zeros to save for retirement.
οριστικό “zero”
- μηδέν
She has zero interest in watching horror movies.
επίθετο “zero”
βασική μορφή zero, μη βαθμ.
- μηδενικός
The spacecraft experienced zero gravity during orbit.
ρήμα “zero”
απαρέμφατο zero; αυτός zeros, zeroes; αόριστος zeroed; μετοχή αορ. zeroed; μετοχή ενεστ. zeroing
- μηδενίζω
Zero the scale before you weigh the ingredients.
- εξαλείφω
The virus scan zeroed all threats on the computer.