·

winding (EN)
επίθετο, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
wind (ρήμα)

επίθετο “winding”

βασική μορφή winding (more/most)
  1. στριφογυριστός
    The river flowed through the valley in a winding path, snaking around trees and boulders.
  2. σπειροειδής (για σκάλες και αντικείμενα σε σπειροειδή διάταξη)
    The castle's winding staircase led us to a breathtaking view from the tower.

επίθετο “winding”

βασική μορφή winding (more/most)
  1. ασφυκτικός (που προκαλεί δυσκολία στην αναπνοή)
    The winding sprint up the hill left me gasping for air.