ουσιαστικό “well-being”
ενικός well-being, μη μετρήσιμο
- ευεξία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Regular exercise greatly contributes to an individual's overall well-being.