ουσιαστικό “treasury”
ενικός treasury, πληθυντικός treasuries
- Υπουργείο Οικονομικών
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The Treasury proposed new economic policies to stimulate growth.
- Θησαυροφυλάκιο
The medieval castle had a treasury filled with gold and jewels.